Αθανάσιος Διάκος – της Κλεοπάτρας Λυμπέρη

Ντιν-ντιν – περνά η αθανασία με το μεγάλο θυμιατό
του αιώνιου, κρύφτηκε στο πουλάκι που λαλεί
την ομορφιά:

Ήσουν ο πιο ωραίος αγγελοδιάβολος
αρνί της Κολάσεως και χρυσό μανουάλι.
Κι όπως οι πασχαλιές σε ανύψωσαν ως το κλωνάρι
της μυρωδιάς, σαν άστρο βγήκες από τα δάχτυλα
με το σπαθί να λάμψεις.
Εκεί σε βρήκε ολόκληρος γαλαξίας.

Με τι κομψότητα ο χρόνος ξαναφέρνει την ιδέα
πως το τίποτε γεμίζει νόημα
όταν, έτσι απλά, δωρίζονται
τα πορφυρά οπωροφόρα της καρδιάς.

Το αίμα πιο πηχτό κι απ’ το πηχτό
το στήθος πιο ελαφρύ κι απ’ το ελαφρύ
–κάθε φτερούγα σου είχε το μηδενικό βάρος
της Άνοιξης, ό,τι αγοράζεται με ψυχή.
Κι έτσι, θανάτω θάνατον πατήσας, Αθανάσιε,
ανελήφθης.

Απ’ το πηχτό λουλούδι του, απ’ το ελαφρύ φτερό του
φύτρωσε δέντρο αμάραντο, φωλιά για τ’ αηδονάκια
με αρχαγγέλους στην κορφή κι ένα βουνό ψαλτάδες.