Λαοί κάποιοι χαθήκανε
στο πέρασμα του χρόνου
η λήθη πήρε φεύγοντας
θεούς που προσκυνούσαν,
γιατί δεν μπόρεσε κανείς θεός,
απ’ όσους προσκυνούσαν,
να φέρει ειρήνη επί της γης
στ’ ανθρώπινο το γένος.
Σεισμοί, λοιμοί και πόλεμοι,
ορφάνια, φτώχια, πείνα
δεν μπόρεσε κανείς θεός
να βάλει χαλινάρι.
Πρώτα να φέρει επί της γης
την ποθητή ειρήνη,
λίγη χαρά στο δίσμοιρο
τ’ ανθρώπινο το γένος.
Να μοιραστούνε τ’ αγαθά
εξ ίσου στους ανθρώπους.
Φανατισμό σπέρνουν παντού,
οπού το λέν «αγάπη»,
τα ιερατεία επί της γης
γιατί ’ναι εκείνο το ορθό
και λάθος όλοι όσοι
δεν τον πιστεύουν τον θεό
αυτόν που εγώ πιστεύω.
Φανήκανε ανίκανοι κι αδύναμοι
ή μήπως δεν μπορούσαν
να διορθώσουν τα κακώς
τη φτώχια και τον πόνο
ειρήνη να ’ρθει επί της γης
να μοιραστούνε τ’ αγαθά
εξ ίσου στους ανθρώπους?
Μα ούτε καν τα πρόβλεψαν
εξ απαρχής του κόσμου.
Αν είχαν δύναμοι οι θεοί
γιατί δεν διορθώνουν,
έστω κι αν είναι τώρα αργά,
τα μοίρια όσα απ’ τα δεινά
μαστίζουν τους ανθρώπους?
Μα, αν αλήθεια δεν μπορούν,
είτε δεν έχουν δύναμη
είτε θεοί δεν είναι!