Κανείς – της Βερονίκης Δαλακούρα

Προσπάθησα, αλλά μάταια. Προσπάθησα ν’ ανοίξω τα μάτια αργά, όχι για να κοιτάξω, αλλά ν’ αντιληφθώ εκείνους που στέκονταν δίπλα μου. Αδύνατον. Η αναπνοή μου ήταν κανονική, δεν κατέβαλα ιδιαίτερη προσπάθεια, όμως το σώμα δεν υπάκουε. Δεν πεινούσα και δεν διψούσα. Ήταν άραγε βράδυ; Πρωί, δηλαδή ξημέρωμα; Κάποια άλλη ώρα της μέρας αποκλειόταν γιατί θα ένιωθα τον ήλιο, τα μέλη μου θα άγγιζαν οι ζεστές ακτίνες, θα αισθανόμουν την αλλαγή της θερμοκρασίας. Οι ομιλίες ακούγονταν πότε έντονες πότε σιγανές, κυρίως χαμηλόφωνα μιλούσαν οι άνθρωποι και όσοι με περιτριγύριζαν. Τα βήματα ήταν βαριά, δεν πατούσαν στα δάκτυλα όπως θα ταίριαζε στην περίπτωση, όπως θα ήθελα για να μην τινάζομαι από μέσα μου κάθε τόσο, για να βρίσκει η αναπνοή τον κανονικό, αργό ρυθμό της. Συζητούσαν. Άκουσα μια πόρτα να κλείνει, έναν οικείο ψίθυρο: ήταν εκείνος. Ήρεμος, ψύχραιμος όσο ποτέ, κουβέντιαζε με τους υπόλοιπους που δεν γνώριζα, ρωτούσε, έπειτα σίγουρος και προφανώς αισιόδοξος, άρχισε να συνομιλεί με όσους άγνωστους σε μένα βρίσκονταν κοντά του. Δεν διέκρινα καμία γυναικεία φωνή. Καμία φίλη δεν ήταν εκεί. Μήπως ευαίσθητες από την φύση τους δεν είχαν μπει στο δωμάτιο; Λιπόψυχες , ίσως αδιάφορες περίμεναν μια προτροπή, την επιβεβαίωση ότι τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα, ότι ο κίνδυνος είχε ξεπεραστεί, ότι η κατάστασή μου βελτιωνόταν και η όψη μου δεν παρουσίαζε το θλιβερό θέαμα των πρώτων ημερών. Τα πόδια μου ήταν παγωμένα. Ολόκληρο το κορμί γινόταν σιγά σιγά ένα κομμάτι πάγος, τα δόντια άρχισαν να κροταλίζουν, είχα ρίγη, σημάδι ότι συνερχόμουν από την νάρκωση. Όμως δεν μπορούσα ν’ ανοίξω τα μάτια, να κινηθώ, να ψελλίσω μία ή δύο κουβέντες που θα καθησύχαζαν εμένα πρώτα. Το άχρωμο περιβάλλον, στην αρχή ουδέτερο, όσο η ώρα περνούσε φορτιζόταν, οι κουβέντες περιείχαν εντάσεις, ο τόνος της φωνής αποχρώσεις οξείες, μικρούς βόμβους, τέλος θορύβους σαν πόρτες που ανοιγοκλείνουν απρόσεκτα, σπρωγμένες από βιαστικά, αδιάφορα χέρια. Είχε περάσει κάμποση ώρα. Σε λίγο δε θα μπορούσα να εκτιμήσω τον χρόνο, όλα θα τα είχε ρουφήξει η χοάνη της λεπτής επίπεδης γραμμής που νόμιζα ότι την έβλεπα στο μηχάνημα απέναντι, που τόσες φορές την είχα προσέξει στις κινηματογραφικές ταινίες. Άκουγα την αγαπημένη φωνή δίχως να ανταποκρίνομαι στα καλέσματα, τις παρακλήσεις, τα χάδια, την επίκληση για επικοινωνία. Σκεπτόμουν: είναι πραγματικότητα όλ’ αυτά, δεν είναι μια περιπέτεια του νου, ένα τυχαίο συμβάν που διαρκεί λίγο –αν και νομίζουμε το αντίθετο- παιχνίδι της φαντασίας που ξεγελά με την διάρκεια και την ένταση.