Εγώ γράφω τα βράδια. Τα πουλιά κελαηδούν ξημερώματα. Δεν αλλάζει ο κόσμος κι αλλάζει. Δεν ενδίδει η ζωή, μας προδίδει. Το πρωί περπατώντας, ας πούμε, καχύποπτα, είδα ξάφνου, ω τι θαύμα, το θαύμα μιας γεμάτης λουλούδια, νομίζω, αμυγδαλιάς. Κι είπα “θράσος που το ‘χει” δεν κατάλαβα θράσος που το ‘χα να μιλήσω για θράσος. Μην αγγίξεις το πρόσωπο, μη ζυγώσεις συνάνθρωπο, πώς φοβάμαι εκείνο που κάτω απ’ τη γλώσσα περιμένει σαν έχιδνα “Μην ανοίξεις καρδιά”. Λες ο Αρχίλοχος να ‘ξερε, με το άγριο μαστίγωμα, οίος έχει ρυσμός;
You may also like
« Ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τῶν πεποιθήσεων προτιμῶ τὸν ἄνθρωπο τῆς σκέψης», ἔλεγε ὁ νεαρὸς λόγιος, διοικητικὸ στέλεχος μιᾶς ἑταιρείας πληροφορικῆς, ποὺ μᾶς […]
Κατέρρευσε ο πύργος Στάχτη, ανθρώπων είδωλα Φτάνει μόνο ψίθυρος μνήμης Κουστωδίες λαθών Σπαράσσει μιά φωνή: «Το πεπρωμένο αστοχεί μόλις πιστέψεις σ’ αυτό» […]
για μια στιγμή μονάχα ας ενδώσουμε φωνάζουν οι καιροί κι εμείς κωφεύουμε στα ίχνη μέσα μας πατώντας διαρκώς αναμοχλεύοντας έρωτες κορεσμένους κι […]
Κονιάκ Μηδέν Ἀστέρων Χαμένα πᾶνε ἐντελῶς τά λόγια τῶν δακρύων. Ὅταν μιλάει ἡ ἀταξία ἡ τάξη νά σωπαίνει — ἔχει μεγάλη πείρα […]