Εγώ γράφω τα βράδια. Τα πουλιά κελαηδούν ξημερώματα. Δεν αλλάζει ο κόσμος κι αλλάζει. Δεν ενδίδει η ζωή, μας προδίδει. Το πρωί περπατώντας, ας πούμε, καχύποπτα, είδα ξάφνου, ω τι θαύμα, το θαύμα μιας γεμάτης λουλούδια, νομίζω, αμυγδαλιάς. Κι είπα “θράσος που το ‘χει” δεν κατάλαβα θράσος που το ‘χα να μιλήσω για θράσος. Μην αγγίξεις το πρόσωπο, μη ζυγώσεις συνάνθρωπο, πώς φοβάμαι εκείνο που κάτω απ’ τη γλώσσα περιμένει σαν έχιδνα “Μην ανοίξεις καρδιά”. Λες ο Αρχίλοχος να ‘ξερε, με το άγριο μαστίγωμα, οίος έχει ρυσμός;
You may also like
(με αφορμή τους θανάτους στην Ιταλία) Κι όσο να φύγει το κοτσύφι απ’ την ελιά και να φτεροκοπήσει μέχρι τη σκιά της […]
Ο χρόνος δεν έχει αρχή ούτε τέλος – στο ενδιάμεσο ακούγεται η ζωή σε ταραχή, με φωνές και ωδεία, εντούτοις, σωστό συντακτικό, […]
Βραχύς ο χρόνος κι η ζωή μικρή κι η τέχνη μας ατύλιχτο κουβάρι την ευκαιρία, μια στιγμή θα πάρει, κι είν η […]
Θα σας πω τις τελευταίες εφτά μέρες της ζωής μου Υπάρχει νεκρός μπροστά μου. Ωραία, να τον προσπεράσεις Η καρδιά Ξέρεις ότι […]