Μάρτιαι ειδοί – του Γιάννη Ευθυμιάδη

Εγώ γράφω τα βράδια. Τα πουλιά κελαηδούν ξημερώματα. Δεν αλλάζει ο κόσμος κι αλλάζει. Δεν ενδίδει η ζωή, μας προδίδει. Το πρωί περπατώντας, ας πούμε, καχύποπτα, είδα ξάφνου, ω τι θαύμα, το θαύμα μιας γεμάτης λουλούδια, νομίζω, αμυγδαλιάς. Κι είπα “θράσος που το ‘χει” δεν κατάλαβα θράσος που το ‘χα να μιλήσω για θράσος. Μην αγγίξεις το πρόσωπο, μη ζυγώσεις συνάνθρωπο, πώς φοβάμαι εκείνο που κάτω απ’ τη γλώσσα περιμένει σαν έχιδνα “Μην ανοίξεις καρδιά”. Λες ο Αρχίλοχος να ‘ξερε, με το άγριο μαστίγωμα, οίος έχει ρυσμός;