Λευκόστολος, ψηλός, ξανθὸς μὲ γεννειάδα,
βρωμοῦσε κι ἔζεχνε χειμώνα καλοκαίρι στὰ σκουπίδια.
Τὸν λέγαν Γόη, βιομηχάνου λέγαν μοῦλος,
ὄχι ἁπλῶς γιατὶ ξεχώριζε μέσα στὴ βρώμα,
ἀλλὰ γιατί μαγνήτιζε μὲ τὴν ξανθή του βρώμα
— τότε, δὲν εἶχε ἄστεγους ἀκόμα.
Ζοῦσε μὲς στὰ σκουπίδια κι ἔτρωγε σκουπίδια.
Φαινόταν σὰν ἕνας γιατρὸς τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀποκλειστικῶς.
Τὰ φάρμακά του θά ‘βλαπταν πολὺ τοὺς ἄλλους,
τό ‘ξερε κι εἰδοποιοῦσε ὅσους τολμοῦσαν νὰ τὸν μιμηθοῦν,
ἔστω καὶ γιὰ τὴν πλάκα.
Δὲν ἦταν ἅγιος, ἐπαναστάτης, οὔτε καὶ θὰ γινότανε ποτέ
παρὰ τὴ βρώμα μὲς στὴν ἐγκατάλειψη τοῦ οἰκοπέδου.
Σοφὸς πλὴν ἀσυνάρτητος, χωρὶς νὰ ζητιανεύει ἰδέες προκοπῆς,
ἦταν ἕνας γιατρὸς τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀποκλειστικός.
Μὲ τὰ πολλά, νομίζω πὼς καταλαβαίνω τώρα,
μ’ὅλο ποὺ τόσο βέβαιο τίποτα δὲν εἶναι πάλι.
Ἡ μόνη βεβαιότητα, ἡ συνταγὴ τῆς διοπτρίας
ποὺ γράφει ἡ ἱστορικὴ στιγμή. Κι ἔτσι νομίζω
πὼς ὁ Γόης ἦταν τὸ πέραν ἔξω τῆς κοινότητας,
τῆς σωτηρίας, χριστιανικῆς ἢ ἄλλης,
αὐτὸ ποὺ ξένο καὶ σιχαμερό, ξανθὸ μὲς στὰ σκουπίδια,
τρέφει, μυστηριωδῶς, κάθε κοινότητα καὶ κάθε σωτηρία,
ὅπως μᾶς ἔτρεφε παλιὰ καὶ ἡ ἀπέλαση
καθὼς ἐπέστρεφε μὲ μιὰ ὑπογραφή.