« Ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τῶν πεποιθήσεων προτιμῶ τὸν ἄνθρωπο τῆς σκέψης», ἔλεγε ὁ νεαρὸς λόγιος, διοικητικὸ στέλεχος μιᾶς ἑταιρείας πληροφορικῆς, ποὺ μᾶς συνέστησε ἡ θυγατέρα μας στὴ φθινοπωρινὴ Ὀξφόρδη.
« Ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τῆς σκέψης, προτιμῶ τὸν ἄνθρωπο τῶν πεποιθήσεων», ἔλεγε ὁ νεαρὸς ἡγούμενος τῆς Μονῆς Κλειστῶν στὴ Χασιὰ τῆς Πάρνηθας, ποὺ τόσο ζηλέψαμε τὸν ἁπλὸ καὶ ὀργανωμένο βίο του.
Ἀνεξαρτήτως πεποιθήσεων καὶ δίχως σκέψη, στὴ γλώσσα μας σκέπτομαι θὰ ἐξακολουθήσει νὰ θρέφεται ὁ Μακρυγιάννης, τρανὸ ὲμπόδιο τῆς ἀγορᾶς καὶ τῶν ἐκσυγχρονιστικῶν μας μελημάτων, ἀλλὰ καὶ φρέαρ ἀρτεσιανὸ τοῦ ἀνατολικοῦ μας χαρακτήρα, κυρίως γιατὶ βλέπει τὰ πάντα σὰν τὸν μάστορα.
Τὸ φυσικὸ τοπίο εἶναι τὸ λίκνο τῆς ματιᾶς του: «ἕνα στένωμα ὅλο κοντόρεικον καὶ ἀγριόβατα τυλιμένον».
Δίχως νὰ ταρακουνηθεῖ, θὰ μποροῦσε νὰ θαυμάσει ἕνα φρέσκο ψηλοκρέμαστο ἀχλάδι. Δὲν ἔρρεπε στὶς ἡδονές. Ἔχω τὴ γνώμη πὼς ἐν ἀνάγκη θὰ τὸ ἔβαζε μὲ τὸ στανιὸ νὰ τοῦ καθήσει, ἀδιάφορο ἄν ὕστερα ἄρχιζε τοὺς σταυροὺς καὶ τὶς ἐξομολογήσεις. Καὶ ἴσως μάλιστα νὰ τὸ ξανάκανε, χωρὶς ἴχνος σχιζοφρένειας ἤ λώβησης τῶν ἀξιῶν του.
Στὸ βάθος, ὄλοι οἱ μάστορες εἶναι απωθητικοί.
Ὅ,τι σὰν ἄνθρωπος δὲν ἦταν μπόσικος, φαίνεται καθαρὰ ἀπὸ τὸ πῶς γράφει τὶς διπλὲς ἀλήθειες : «Εἶμαι κιοτῆς καὶ πάντοτε προσέχω νὰ μὴν χαθῶ ἀδίκως… Ἐγὼ εἶμαι φιλόζωος, ὅμως μοῦ πειράζεται καὶ ἡ φιλοτιμία.»
Αὐτὸ τὸ «ὅμως» πολύ τὸν ἐβασάνισε ὥσπου νὰ τὸ υἱοθετήσει. Ἐρχόταν ἀπ’τὶς θάλασσες τοῦ Κουντουργιώτη.
Διακριτικὸ σημεῖο τῶν ἀγρίων εἶναι ἡ προσήλωσή τους στὴ θρησκεία καὶ τὰ ὅπλα, παρατηροῦσε ὁ Σατωβριάνδος, ὁ μέγας δάσκαλος τῶν Ὰπομνημονευμάτων τῆς πατρίδας καὶ τῆς πίστης.
Ἰδού τὸ ἄγριο μάτι ποὺ τέρπεται ἀπὸ ἕνα πεποικιλμένο τσιμπούκι ὀπίου, ἀπὸ ἕνα καλοδουλεμένο ὅπλο, ἀπὸ μιὰ ὡραία τοῦ σπιτιοῦ ἤ σπιτωμένη.
Ἀλλὰ τὸ ἄγριο μάτι ἀγριεύεται καὶ σκιάζεται: «Μοῦ παραγγέλνει ὁ Νικήτας … θὰ σκίσει τὰ νεῦρα τῶν ποδαριῶν μου νὰ μὲ κρεμάσει ἀνάποδα».
Τὰ Ἀπομνημονεύματα ὡς εἶδος λόγου στοιχειώνουν ἕνα Ἐγὼ σημαδιακό, ἀρχηγικὸ καὶ ὰναπόταμο. «Οὐδένα γὰρ ἄνθρωπον δεσπότην, ἀλλὰ τοὺς θεοὺς προσκυνεῖτε». Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος τους, ἀπὸ τὸν Ξενοφῶντα ἕως τὸν Σατωβριάνδο.
Ὑπάκουος, ὁ Μακρυγιάννης βρίσκεται πάντα ὅπου πρέπει, ἔτσι ὥστε ὅλα ν’ἀποβαίνουν μοιραῖα περιστατικὰ τοῦ χωριστοῦ του πεπρωμένου ποὺ εἶναι ταυτισμένο μὲ τὸ Γένος.
Ὁ ἰδιώτης βίος τὸν ὑποβιβάζει σὲ ἁπλῆ φύση: «δουλειὰ δὲν ἔχω. Παιδιὰ ματορεύω και φκειάνω». Ἡ πρἀξη τὸν μελαγχολεῖ, ἐπειδὴ τὰ μέσα δὲν εἶναι ποτὲ ἀντάξια τῶν στόχων, μὰ δίχως πράξη δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει. Οὔτε ποτὲ ξεχνάει τὴ φρασούλα: «μὲ τὰ δικά μου ἔξοδα».
Ὁλόκληρος ἐντούτοις ἠχεῖ σὰν ὕμνος τῆς πρακτικῆς ζωῆς ποὺ πλέκει μιὰ πλατωνικὴ ἰδέα.
Ἀνήκει στὸς εἶδος τῶν ἀνθρώπων ὅπου αὐτὸ ποὺ φτειάχνουν μὲ τὰ χέρια δὲν διαφέρει ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἀρθρώνουν μὲ τοὺς λόγους. Γι’αὐτὸ καὶ πάντα εἶναι φιλιωμένος ἤ ‘γγιγμένος, ἴδιος μὲ τὸ μικρὸ παιδί ποὺ ξεχωρίζει.
Ἕνα δὲν ὑποφέρει, τὴν παραλυσία. Τὸ ἄτομο ποὺ εἶναι λόγια ἤ φούμαρα. Τὸν αἰσιόδοξο πολιτικό, τὸν ἄνθρωπο τοῦ καφενὲ ἤ τοῦ μπιλιάρδου. Ἐκεῖνον ποὺ κάνει πράγματα μὲ τρόπο ἀναρμόδιο. Τὸν ἄλλον ποὺ συνεχῶς ὰλλάζει, χωρὶς ν’ἀλλάζει τίποτα ἐντός του. Τὸν κερατοκαλόγερο.
Ἔτσι καὶ ὁ θυμός του εἶναι ὁμηρικός, ἀνεπίληπτος, ἀναχρονιστικός: «Πῆρα μιὰ μποτίλια καὶ τοῦ τὴν τίναξα εὶς τὸ κεφάλι».
Ἡ ὕπαρξη, φίλοι μου, δὲν καλλιεργείται.
Ὁ Μπραϊμης εἶχε πολλὲς γυναῖκες, ἦταν μέθυσος, μὰ ἦταν ἄξιος ἐχθρὸς γιὰ νὰ τὸν πολεμήσεις, ὅπως δὲν ἦταν ὁ Ζαϊμης «ὁ ἀγαθὸς πατριώτης … ὁποῦ τοὖχα ἕνα μῖσος…».
Γνωρίζει πὼς ὅλα χωρᾶνε στὰ ἀνθρώπινα, ὁ ἴδιος μένει κολλημένος σ’αὐτὸ ποὺ τοῦ πηγαίνει: «Ἦταν δυὸ Τζορτζοῦδες ὡραῖες γυναῖκες… Γύρευε νὰ μὲ κάμη καὶ κοντόση, γαμῶ τὸ Ρεσούλη του».
Ἀναμορφωτικὸς μὲ τοὺς παλιούς, ὅλος ἀντίδραση πρὸς τοὺς νεωτεριστές. Ὥς καὶ τὰ φῶτα τῆς σπηλιᾶς του θὰ βγοῦν αἱρετικά. Μάρτυρας μυστικὸς ἐδῶ Διάδοχος ὁ Φωτικῆς.
Τὸ παρηγορητικό του σύστημα : «θέλω ἕναν φίλο εὶς τὸ σπίτι μου νὰ τρῶμε ψωμὶ μαζί». Ἡ ἀρχαία πονηριὰ τῆς πίστης : «τοὺς ἐνθουσίαζε μὲ ψευτιές … κι ὁ Θεὸς τὄκαμεν ἀλήθεια».
Ξέρει ὅτι τὰ ὀτζάκια καύλωναν, ξέρει τὰ κωλόπανα, τὶς γυναῖκες μὲ τὰ μουστάκια ποὺ μᾶς κατάντησαν μπαλαρίνες τῶν τηλεοπτικῶν συζητήσεων. Καὶ ὅταν ἐλεεινολογεῖ τὸν Ναπολέοντα, ξέρει νὰ εἰρωνεύεται ἀκούσια τὸν ἑαυτό του ώς Ἀθηναῖος ἱεροκῆρυξ: «ὅλος ὁ κόσμος δὲν τὸν χώραγε, ὅλα τὰ πλούτη τοῦ κόσμου δὲν τοῦ φτάναν, ἐννιὰ πῆχες πανὶ τοῦ ἔφτασε καὶ τοῦ περίσσεψε».
Ναί ! Ἡ ψυχικὴ διάρκεια τοῦ Μακρυγιάννη μὲς στὴ γλώσσα μας, ὅπως ὅλων τῶν παλαιῶν μαστόρων, ποὺ ὥς κι ἡ μέση τους θυμώνει, συνοψίζεται σὲ μία λέξη ἀκράδαντης ἀνάσας: «Νὰ τοῦ γαμήσω τὸ κέρατο !».
*Ἀπό τὴ συλλογὴ ΜΕΓΑΛΕΣ ΚΑΙ ΜΙΚΡΕΣ ΔΙΑΡΚΕΙΕΣ, Ἴνδικτος 2002 .