Ἔτσι ξυπνᾶνε καὶ πάλι τὶς νύχτες
στὸ ἔρημο τὸ καφενεῖο τῆς πλατείας
μὲ τὶς καρέκλες του τὶς ξεχασμένες
καὶ τὰ νερὰ
μὲς τὶς φαγωμένες τὶς κορνίζες τους
κρεμασμένοι σειρὰ
στὸν τοῖχο
οἱ ἥρωες τῆς Ἐπανάστασης εἶναι
μαζὶ κι οἱ σημαιοῦλες
κι ὁ σπάγγος
κι ἡ ξεραμένη δάφνη
τί Κολοκοτρώνης, τί Νικηταρᾶς, τί Καραϊσκάκης
κι οἱ δυὸ πρίγκηπες ἀπὸ τὴ Ρωσία
Ἀλέξανδρος καὶ Δημήτριος
Ὑψηλάντης
αὐτοὶ ἐπισημότεροι
μὲ τὴν βασιλικὴ στολὴ
καὶ τὰ παράσημα.
Ξυπνᾶν, λοιπόν, τὶς νύχτες
μὲ τὰ σπαθιὰ καὶ τὶς πιστόλες τους,
ἔτσι περιπολοῦν στοὺς δρόμους
κάθε βράδυ
κι ἂς ἔφυγε πιὰ ἡ Κυθρέα
κι ἂς φύγαν ὅλοι οἱ φίλοι
ποὺ παίζαμε τὰ σχολικὰ καὶ παιδικά,
τί δραματάκια καὶ τί σκετσάκια,
τί ποιήματα
πατριωτικὰ
ἄφαντο πιὰ καὶ τὸ σχολεῖο
κι οἱ παιδικές μας οἱ στολὲς
καὶ τὰ πιστόλια μας
καὶ τὰ σπαθιὰ τὰ ξύλινα
π’ ἀφήσαμε στὴν ἄκρη.
Ἔρχεται μαυροντυμένος κι ὁ Ἀνδρέας Κάλβος
μὲ ἐκεῖνο τὸ ποίημά του «Εἰς τὸν ἱερὸν λόχον»
«Ἂς μὴ βρέξει ποτὲ τὸ σύννεφον»
καὶ ἄλλα πολλὰ
ὁ Ἀλέξανδρος τὸν ἀκολουθεῖ
ἔτσι ὅπως διέβη ἔφιππος τὸν ποταμὸ τὸν Προῦθον
χαρὲς καὶ ἐνθουσιασμὸς
μὲ τὸ κομμένο χέρι του ἀπὸ τὶς μάχες
μαζὶ κι οἱ νέοι ποὺ ἄλλοτε θαυμάζαμε
κι οἱ τόποι ἐκεῖνοι οἱ παράξενοι
καὶ οἱ νεκροὶ στὸ Δραγατσάνι,
ἔρχεται κι ὁ Νικηταρᾶς
ρακένδυτος ἐπαίτης
μὲ τὰ δυό του τὰ πιστόλια
ποὺ τοῦ ἀγόρασε ὁ ἄλλος Ὑψηλάντης,
ὁ Δημήτριος
μὲ τὰ ἀσήμια του καὶ τὰ κορδόνια
ἔτσι ὅπως τὰ κρέμαγε
περήφανος στὴ μέση
καθὼς δὲν ζημίωσε ποτέ του τὴν πατρίδα του.
Ὅλοι μαζὶ ἔρχονται καὶ πάλι τὶς νύχτες
μαζὶ κι οἱ πρίγκηπες ἀπὸ τὴ Ρωσία
οἱ ἀδελφοὶ
τί Ρωσία, ἀπὸ Πόλη καὶ Τραπεζοῦντα ἤτανε,
περιπολοῦν ἔφιπποι
κι ἄλλοι μὲ τὰ παλιὰ λεωφορεῖα
καὶ τὰ ποδήλατα
καὶ τὰ ξεχασμένα λαντρόβερς τοῦ στρατοῦ
στοὺς δρόμους τῆς ἔρημης πόλης
τῆς πατρίδας μου
κι ἂς σάπισε ὁ Ἀλέξανδρος
φυλακωμένος στὴ Βιέννη
κι ἂς ἔφυγε ὁ Δημήτριος
μόνος
μὲ τὰ παράσημα στὸ στῆθος
μέσα στὸ Θέρος τοῦ Ναυπλίου.
26 Ὀκτωβρίου 2019
τοῦ Ἁγίου Δημητρίου