Δεν ήτανε πολεμιστής
ένα παιδί αμούστακο ήτανε
που κουβάλαγε νερό στους μαχητές
μα η καδιά του λαχταρούσε ένα τουφέκι
τα χέρια του διψούσαν
να τραβήξουν τη σκανδάλη
στο δρόμο από τη βρύση στο καραούλι
όλο σκεφτόταν
τις μάχες που δεν έδωσε
τις μάχες που θα δώσει
όμως σαν έφτασε η ώρα
το αίμα δεν του άρεσε
η οχλοβοή δεν τον συγκινούσε
άλλους τρόπους γύρευε
να κερδίσει τη λευτεριά του
μέσα του πόλεμος ανελέητος
μελίσσι στο μυαλό του βούιζαν
οι συλλαβές τα γράμματα οι φθόγγοι
κι έψαχνε να βρει τη λέξη
που θα σταμάταγε μεμιάς όλες τις μάχες
του φόρτωσαν το όπλο με το ζόρι
ανόρεχτος μπήκε στο χορό
ώσπου το βόλι τον βρήκε αριστερά