23 Μαρτίου σκάρτα οχτώ βρέθηκα στην αναπαράσταση.
Τους ήρωες του Εικοσιένα τους αγαπούσα σαν είδα όμως
στο άλογο τον Γέρο του Μοριά σκαρφάλωσα ευθύς σε
μια μουριά – καληώρα οι ραγιάδες βγήκα στο κλαρί.
Κάτω ο πατέρας είχε γίνει τούρκος μα ευτυχώς ο ήρωας
δεν τον είδε και τη γλύτωσε. Ήρθαν μετά ο Παπαφλέσσας
κι ο Νικηταράς. Οι τρεις τους φαίνεται έπαιζαν μαζί μικροί
– ο ένας έλεγε στον άλλο καλό βόλι. Ακούς μπαμπά μου
φώναξα καλό πράμα οι βόλοι: η Ιστορία με δικαίωσε.
Άρχισαν ύστερα οι χοροί κομμάτι ξαλεγράρισε το Γένος.
Τα ’χα μπερδέψει όλα Παπαλάμπραινα οι ήρωες τα κλαρίνα
οι μπαταριές έγιναν στο μυαλό μου ένα. Και το πιο ωραίο:
με τέτοιους άντρες γύρω ωρίμασα κι εγώ. Μα πια σαν καθετί
ώριμο τι ήθελα στο δέντρο. Κατέβηκα με έσυρε σπίτι φυσικά
απ’ τον καρπό ο πατέρας. Του έχωνα τα νυχάκια μου όπου
έβρισκα – έλιαζε πίσω τα δικά του ο αϊτός.
(Από τη συλλογή Στο νήπιο με στυλό, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998)