Στο κουρείο – του Γιώργου Χ. Θεοχάρη

Βλέπει το πρόσωπό του στον καθρέπτη
κάθε που πηγαίνει για κούρεμα.
Η κόμη της νεότητος, πλέον σταχτωμένη κι αραιή,
-δέντρο φυλλοβόλο που όμως ό,τι πέφτει από το φύλλωμα
δεν ξαναβλασταίνει.

Το, πάλαι ποτέ, κρουστό δέρμα του προσώπου
γεμάτο πτυχώσεις, φρούτο που μαραγκιάζει στη φρουτιέρα

Καθώς γλιστράει η μηχανή κάτω από το σαγόνι, στον λαιμό,
βρίσκει αντίσταση στο γερασμένο δέρμα,
καθώς το υνί του γεωργού που βρίσκει πέτρα ριζιμιά στη φρέσκιαν αυλακιά.

Γερνάει το κορμί, γερνάει,
μα της καρδιάς το σφρίγος με τίποτε δεν υποστέλλεται

Κοιτάζει τη μορφή του φρεσκοκουρεμένη στον καθρέπτη.
-«Είσαι όμορφος», λέει, «είσαι υπέροχος!»