Ο παππούς Δυσσέας
στον ήλιο έμοιαζε θεός
και στο σκοτάδι λύκος
Α΄
Την άνοιξη ανθίζει η Ρούμελη ψυχές
αλλιώτικες,
που έχουν κοπεί στον κάμπο.
Στη Χαϊνίτσα νίβονται, χρόνους πολλούς,
λευκοντυμένοι οι εκατόν δεκαεπτά
που στάθηκαν στο Χάνι της Γραβιάς
στου Στρατηγού το πλάι.
Β΄
Το όνομα του έδωσε στου Ιονίου τα νερά
η Μαρουδιά του Ναυάρχου Κατσώνη.
Δυσσέα τον εδώρισε στους τρούλους
της Ιθάκης.
Ανδρίτσο λέγαν το δεντρί
Ανδρούτσο το κλωνάρι.
Γ΄
Στον Γούλα τον σακάτεψαν
οι μπιστικοί του Γκούρα,
τον ανδρισμό του τσάκισαν μαζί και το
κορμί του.
Στη Μαύρη Τρύπα άφησε τον Λεωνίδα
στο βυζί,
στον Παρνασσό την Ελενίτσα
χήρα.
Δ΄
Όσα καπάκια κι αν έκανε,
λιγότερα στο μέτρημα θα βγουν ,
απ΄ του Κωλέττη και του Γκουβέρνου,
τις πορδές,
που μοίρασαν στους ξένους τις πατρίδες.
Ε΄
Τα άρματα του τα βαριά
αγόρασαν οι Βαυαροί μαζί και την Ασήμω.
Κτερίσματα, των αγωνιστών που χάλασαν κιοτήδες.
Αερικό πια λεύτερο, στης Γκιώνας τις πλαγιές
πιάνει χορό και στου Σκορδά το Χάνι
ξανατραβάει το σπαθί,
γιατί καλαμαράδες βγήκαν στα στενά
και μίκρυνε ο τόπος.
( Ευγενία /Εκδόσεις Πικραμένος 2016 )