Ἀκραῖον cafè -της Φλώρας Ορφανουδάκη

Λοιπόν, σὰν ὑάκινθος λυγίζω ἀπὸ τὸ βάρος
τῆς προσμονῆς σου
καθὼς ὁ ἥλιος γέρνει τὸ ἀπόβραδο
καὶ μιὰ ἀχτίδα λάμψης
περιέρχεται κατ’ εὐθεῖαν στὴν κατοχή μου

Μὲ τὶς νησῖδες τoῦ αὔριο βυθισμένες

ἀλλάζουν τοπία οἱ ψυχώσεις
γίνονται μῦθοι ἀνήμεροι
φυλλώματα καὶ ἑσπεριδοειδῆ ποὺ
ὁδεύουν στὴ μνήμη

Ὦ Ἀθήνα λησμονημένη καὶ ἄχραντη!

Ὅ καθηγητής μου μιλάει μιὰ γλῶσσα
σὰν τὴ δική μου. Ἀπὸ τὸ βάδισμά του
φαίνεται∙ πῶς προσέχει σὲ κάθε του βῆμα…

Θροΐζει ὁ ἄνεμος τὰ φύλλα τῆς λεμονιᾶς
τὴν εὐωδιὰ τῆς τελειότητας σκορπάει
ὅσο ἡ ξεγδαρμένη μου φωνὴ θορυβεῖ
μὲ λέξεις ἐπαῖτες…

ἀφοῦ προηγουμένως ὁ Eliot μὲ ἀνησυχεῖ
μὲ τ’ ἀγγλικά του, μὲ τὶς βιγόνιες θρυμματισμένες
καὶ ἡ Virginia Woolf ξαγρυπνῶντας
μηνύματα στέλνει καὶ θάλλει
σὲ παρουσίες μυστικές

Ὦ τῶν θαυμάτων τοποτηρητή!

Προλέγοντας, Ἱερουσαλὴμ ἀπόρθητη πόλη,
καθὼς διαβάζω σελίδες ἱστορίας
κι οἱ Καρχηδόνες πἐφτουν ἀπὸ στρατιὲς πολεμιστῶν, φροντίζοντας
τοῦ τελευταίου Ὀδυσσέα τὶς πληγές,
ἄγος θυμίζουν οἱ κατακτήσεις

Ὦ Ἀθήνα τῶν ἱερῶν ὁραμάτων!

Σὲ τιμὴ εὐκαιρίας οἱ ὠδῖνες τῆς πεμπτουσίας σου
Φῶς ἀνέσπερο ὁ πρόσκαιρα ἄπελπις νόστος
Μὲ ταυτότητα πλέον εἰσχωροῦν ἀπὸ σύνορα
ποὺ δὲν ὑπάρχουν

Μιὰ στιγμὴ πρὶν τὰ δημόσια ἔργα τελειώσουν
καὶ στὴν κυκλοφορία δοθεῖ
ἡ ὑπερσύγχρονη τῶν ὅπλων τεχνολογία

ἡμέρες κι ἄλλες ἡμέρες
καὶ πάλι σὲ θυρίδες θησαυροφυλακίων
ἢ σὲ κορμιὰ ἀνένταχτα
ἀετῶν ἀγέρηδων

Μὲς στὴν ἀπέραντη νύχτα τῶν πλαστικῶν εἰδώλων
στὸν ἀγῶνα τὸν μάταιο
τῆς λέξης ποὺ ἀποχωρισμένη
ἀπὸ σάρκα καὶ ὀστᾶ θρηνεῖ

μεταγγίζουμε τὸ αἷμα μας
σὲ ἀοράτους συντρόφους

Πιὸ κεῖ ἄλλοι γάμοι, ἄλλες γιορτές

Ὅταν εἰς βάρος μας χαρὲς καὶ γέλια
καὶ ἡ ζωὴ ἡ ἴδια στὰ πλὴν καταμετρᾶται
ἐμεῖς πιὸ συγγενεῖς μὲ τ’ ὄνειρο!