Μαλαμοκαπνισμένο σκάλιζε ασήμιμερόνυχταεπιδέξιος μάστορας στο κόσμημαΚυπριωτάκι δεκαεννιά χρονώνπου το ’χε ρίξει η τύχη του στα ξένανομάς παραδαρμένος κι ορφανόςκι έβαζε τέχνη περισσή,όλο του το είναιήθελε να χυθεί μες στο στολίδιμε την αγκράφα και με το γλωσσίδι το διπλόνα στερεώνει την πορφυρή τη φορεσιά τηςμια κυράπανώρια και αρχοντικήπου τα μυαλά του […]