Τώρα ποὺ ἀλλάζει ὁ φωτισμὸς
καὶ ὁ χορὸς θρηνολογεῖ σιβυλλικοὺς θανάτους,
πῶς λείπεις ἀπ’ τὸν ρόλο σου
καὶ κόβεις βόλτες στὰ ἐπεισόδια ἄλλων ἀφανισμῶν!
Πῶς περπατᾶς ξυπόλητος σὲ ξένους ὀδυρμούς,
πληγώνοντας τὰ πόδια σου
στὶς κοφτερὲς γωνίες τῶν χρησμῶν τους!
Θρίαμβος ὑποκριτικῆς, ἀπαγγελία λόγου ἡδυσμένου,
καθὼς ὁ ἔλεος φορτώνει στὴν ἐμπάθεια
τοὺς ἀνοιχτοὺς λογαριασμούς του μὲ τὸν φόβο.
Κι ἐνῶ βολεύεις τὸν τροχὸ
μὲς στὴν ἀλληγορία κάποιου ἥλιου·
κι ἐνῶ φαντάζεσαι ἐπωδὲς
ἀμάθητος στὴν ἐξημέρωσή τους
‒πόσο ἀνέτοιμος γιὰ τέτοια ποιητική!
Φορμαλισμὸς κι αἰσθητικὴ σ’ ἔχουν ἀπομακρύνει
ἀπ’ τὸ περιεχόμενο καὶ τὴν καταγωγή του,
ἀφήνοντας ἀφύλακτη τὴν πάροδο καὶ τὴ βροχὴ
νὰ γίνει λάσπη στὰ καθάρσια ποτάμια.
Πάντες οἱ χείμαρροι πορεύονται εἰς τὴν θάλασσαν!
Κατηφοριὰ ἡ γῆ·
καὶ φυσικὰ, καμιὰ στιχουργικὴ δὲν εἶναι ἱκανὴ
νὰ στρέψει στὴν ἀνάβρα του τὸ ρεῦμα.
Ἀπὸ τὰ «Φυσικὰ πράγματα», 2019