Δυο ποιήματα – του Κυριάκου Χαραλαμπίδη

ΒΟΔΙΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ*

Στις πεντελίσιες φλέβες τους κυλούσε
του χορταριού τ’ αμάλαγο χρυσάφι.
Και πού να φανταστούν τα ζωντανά
με τους μεγάλους οφθαλμούς της Ήρας
πως πιλαλούσαν Τσέτες το κατόπι τους
να κατακόψουν
το λιοβασίλεμα που μέσα τους ανθούσε.

Γοργά τ’ αφεντικά σε βάρκα στριμωχτήκαν,
τους πήρε αρόδο το φευγιό, καθώς η νύχτα
κοίμιζε το βουνό κι ακινητούσε ο γρύλος.

Από κοντά οι γελάδες ακλουθούσαν.
Βρεγμένες ως την άκρη της κοιλιάς
πασκίζανε να μπουν στο ψαροκάικο
χωρίς διάβρωση αισθημάτων, στ’ όνομα
υπακοής στο σύνηθες καθήκον.

−Καημένες φίλες μου, αχ, γυρίστε πίσω!
Με το μικρό σας όνομα σας κράζω,
γυρίστε, το θολόνερο αγριεύει.
Τα ύστατα κεφάλια σας μονάχα,
καλές μου, να χαϊδέψω,
πριν αλγεινή τη μοίρα αντιληφθείτε
και βγείτε, ωσάν ανάγλυφα ζωφόρου
υποταγμένα πίσω στη στεριά.

[Ηλίου και Σελήνης άλως, Ίκαρος, Αθήνα 2017]

————
*Δες αναφορά Χριστόδουλου Δανιηλίδη, Ημερολόγιο 2016, Σύνδεσμος Μικρασιατών Κύπρου, σ. 150, για το φευγιό μιας ομάδας προσφύγων με ψαροκάικο από την Απολλωνιάδα και για τα ζώα τους που μάταια τους ακολουθούσαν.

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΗΣ

Δεν είχα πού το εκχύλισμα των ουρανών μου
ν’ αφήσω και κανένας μες στα τούνελ
των τρένων άφηνε να πέσει
απ’ την εφημερίδα του το μάτι
μηδέ κι οι σκίουροι του Ηyde Park
κρύβαν αισθήματα για μένα. Έτσι
την πήρα την απόφαση να ζήσω
τον λίγο που μου μένει θάνατό μου
στο χώμα που με γέννησε. Ήρθα,
καπνό η καρδιά μου νά ’βλεπε π’ ανέβαινε.

Ολούθενε κεριά που τρεμοσβήναν,
λες κι η ψυxή τα πείραζε στα μάτια.

Ήξερα πως δεν είχα καμιά δύναμη
το σπίτι να σηκώσω, να το ξεριζώσω,
κοντά μου να το σύρω − με κοιτούσε
από την άλλη αυτό μεριά βογκώντας,
τα χέρια του ματώναν και γαντζώνονταν
στον πέρα τοίχο απ’ όπου μόνο θεοί
μπορούσαν να περάσουν
ή των αρχαίων ψυχές.

Κι όμως, αλήθεια, είδα στο μπαλκόνι του
να λάμπουν από μόνες τους, σαν από θαύμα,
οι γλάστρες π’ αναιρούσαν ξηρασίες
και καταρράχτης από νεκρολούλουδα
αντίκρυ μου ξεφάντωνε.

Αν αυτό
παρηγορεί, δεν ξέρω· η δύναμη της θέλησης
των λουλουδιών −την ώρα που τα χέρια μας
αγγίζουν τ’ αγκυλώματα των ήχων−
μ’ ένα νομίζω Θεό, που παίζει πιάνο
επάνω σε παχύ κομμάτι πάγου,
συναγωνίζονται· τριγύρω του ριγούν
περαστικών αγγέλων τα φτερά.

[Ηλίου και Σελήνης άλως, Ίκαρος, Αθήνα 2017]