(με αφορμή τους θανάτους στην Ιταλία)
Κι όσο να φύγει το κοτσύφι απ’ την ελιά και να φτεροκοπήσει μέχρι τη σκιά της άγριας αγκινάρας, και από εκει η μύτη του κίτρινη να σπιθίσει αφού ένας ήλιος, που άλλη μέρα τέτοιος δεν εβγήκε, το ράμφος του σημάδευε απ’ το πρωί, το μαύρο του φτερό ωστόσο αφήνοντάς το μαύρο ώστε κάτι να προμηνάει,
το βλέμμα ανασήκωσα στον πίσω δρόμο γιατί στρατός μου φάνηκε ερχόταν, και είδα, σαν σε αποκάλυψη φρικτή, πολλά τα φορτηγά κι ευλαβικά να προχωρούνε και το ‘να πίσω απ’ τ’ άλλο να διαβαίνουνε όπως σε νεκρική πομπή, και μέσα να’ χουνε νεκρούς πολλούς, που για αυτούς δεν είχε τόπο πουθενά στη γη.
Και πέρα, στο βάθος μακριά, είδα -και μάλιστα χρειάστηκε να δω και να μαντέψω- είδα και μάντεψα φωτιές να ετοιμάζονται γι’ αυτούς.
Πιο ύστερα δεν άντεξα να δω. Πιο ύστερα μου κόπηκαν και οι μαντείες.