Εγώ γράφω τα βράδια. Τα πουλιά κελαηδούν ξημερώματα. Δεν αλλάζει ο κόσμος κι αλλάζει. Δεν ενδίδει η ζωή, μας προδίδει. Το πρωί περπατώντας, ας πούμε, καχύποπτα, είδα ξάφνου, ω τι θαύμα, το θαύμα μιας γεμάτης λουλούδια, νομίζω, αμυγδαλιάς. Κι είπα “θράσος που το ‘χει” δεν κατάλαβα θράσος που το ‘χα να μιλήσω για θράσος. Μην αγγίξεις το πρόσωπο, μη ζυγώσεις συνάνθρωπο, πώς φοβάμαι εκείνο που κάτω απ’ τη γλώσσα περιμένει σαν έχιδνα “Μην ανοίξεις καρδιά”. Λες ο Αρχίλοχος να ‘ξερε, με το άγριο μαστίγωμα, οίος έχει ρυσμός;
You may also like
Έργο Άφθαστης τέχνης Λεπτοδουλεμένο (Εξωσκελετός Με σμαραγδένιο θώρακα αδιαπέραστο Πλήρης εξάρτυση Εξοπλισμός πανάκριβος: Όραση υψηλής ανάλυσης Χιλιάδων μεγαπίξελ Κεραίες αισθητήρες ακριβείας Δαγκάνες […]
Προς το τέλος το δωμάτιο πλημμύρισε οι πόρτες δεν είχανε χερούλια κλείναν’ με τις πετσέτες που σκουπίζαμε τα χέρια μας Μπήκες με […]
Death cancels all engagements. MAX BEERBOHM Οι χάρτες διαβάζονται αλλιώς στο Νότιο Ημισφαίριο Γίνεται ο Νότος τους Βορράς μου Η Δύση μου […]
Φύγε, του λέω, φύγε, σ’ έχω βαρεθεί, τι να σε κάμω. Τι να σε κάμω τώρα που όλα της οικουμένης τα λιμάνια […]