Εγώ γράφω τα βράδια. Τα πουλιά κελαηδούν ξημερώματα. Δεν αλλάζει ο κόσμος κι αλλάζει. Δεν ενδίδει η ζωή, μας προδίδει. Το πρωί περπατώντας, ας πούμε, καχύποπτα, είδα ξάφνου, ω τι θαύμα, το θαύμα μιας γεμάτης λουλούδια, νομίζω, αμυγδαλιάς. Κι είπα “θράσος που το ‘χει” δεν κατάλαβα θράσος που το ‘χα να μιλήσω για θράσος. Μην αγγίξεις το πρόσωπο, μη ζυγώσεις συνάνθρωπο, πώς φοβάμαι εκείνο που κάτω απ’ τη γλώσσα περιμένει σαν έχιδνα “Μην ανοίξεις καρδιά”. Λες ο Αρχίλοχος να ‘ξερε, με το άγριο μαστίγωμα, οίος έχει ρυσμός;
You may also like
Κονιάκ Μηδέν Ἀστέρων Χαμένα πᾶνε ἐντελῶς τά λόγια τῶν δακρύων. Ὅταν μιλάει ἡ ἀταξία ἡ τάξη νά σωπαίνει — ἔχει μεγάλη πείρα […]
Μήνα παρθένου χρυσά μαλλιάΚορίτσι άνοιξηΝ’ανεμίζουν αρώματα γεύσειςΚορίτσι ρόδο ήταν στήθος ανάλαφρουΛευκού πηλού από αθωότηταΚαμωμένου και σάρκαΚορόμηλου κι ένας αετός τρυπωμένοςΣτα σπλάχνα της […]
Ο γλάρος συντροφεύει ένα πλοίοστο στενό λιμάνιμα ο καπετάνιος το στρέφει στα ανοιχτά Γιατί καπετάνιε Δεν είναι αυτός ο φάρος που ονειρεύτηκα […]
Λένε ότι ο θανατηφόρος ιός ξεκίνησε από πλανόδιο που έφτιαχνε σούπα νυχτερίδας εκείνη έμεινε αλώβητη – σκιά που το σούρουπο κολλά στον […]