μέγας ἔσσετ᾿ ἀοιδός…
Ἐμπρηστὲς ἀπειλοῦνε τὶς λέξεις,
τὰ πτερόεντα ὀνόματα πού ᾿χουν φωλιάσει
στῆς δρυὸς τὸ βαθύκομο φύλλωμα˙
τοὺς τριτόκλιτους τέττιγες
καὶ τὶς νύμφες Δρυάδες ποὺ κρύβονται μέσ᾿ στὸν κορμό τους.
Δὲν τοὺς κάνουνε λέει˙
πέφτουν κάτω ἐγκλίσεις καὶ πτώσεις
λερώνουν τὴν ἄσφαλτο
καὶ οἱ ρίζες χαλοῦν τὰ πλακάκια τοῦ δρόμου.
Δὲν ἀντέχουν ν᾿ ἀκοῦν τὰ ἡδύφωνα ρήματα
κι εἶναι ἄχρηστα λένε τὰ ἐπίθετα
μὲ τὸ ὑψι- ὡς πρόθεμα
ὅλα αὐτὰ ποὺ πετᾶνε ψηλὰ
—ἀετοὶ τανυσίπτεροι ἀπὸ ποίημα βγαλμένοι τοῦ Κάλβου.
Θέλουν ὅλα νὰ εἶναι σκυφτά
νά ᾿ναι ὅλα βουβὰ
χωρὶς ἴσκιους.
Ὅμως θά ᾿ρθει καιρὸς
—μιὰ παλιὰ προφητεία τὸ ὁρίζει—
ποιητὴς σὰν τὸν Ὅμηρο μέγας
ἀπ᾿ τὰ βάθη τοῦ ἀπείρου
ξαφνικὰ θὰ φανεῖ
καὶ θὰ φέρει ξανὰ τὴ λαλιὰ
ποὺ θὰ πνεύσει
ὡς δρόσος ζεφύρου
στὴν ὁλόμαυρη ράχη, στὴν ἔρημη γῆ.
(Τασούλα Καραγεωργίου, Ἡ πήλινη χορεύτρια, Γαβριηλίδης 2019)