Ο Αντιχνούμενος – του Παναγιώτη Κουσαθανά

Β΄, 2.
Επορθμεύθη νεκροβαρής άκατος.
ΚΡΙΝΑΓΟΡΑΣ Ο ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ
Πώς να σε ονομάσω συνταξιδιώτη
Πουλί διαβατάρικο σαυράδα που λιάζεται
Όπως και να σε πω γυρεύεις στοργή
όταν η καρδιά σου ανοίγει τριαντάφυλλο
και ψιχαλίζει ασημένια η μουσική
«‒Πες μου πού κρύβονται τα χρόνια μας
Πες μου πού κρύβονται»

Ολονυχτίς νανουρίζω τον πόθο μου
σκαρώνοντας αινίγματα θνησιγενή ποιήματα
Χωρίς έλυτρα βγάνω τον βόμβο μου
που επιπλέει στου γέλιου σου το ποτάμι
«‒Έχει και η ψυχή πέρατα
μην το γελάς
Παραλογισμένη βωλοδέρνει με την άκατο
εκεί όπου αφανής ισορροπία
κατακυρώνει τις εκκρεμείς φράσεις»
Ρήματα παραμιλητά στοιβάζονται
το ένα το άλλο ξεθάβει
και οι αναμνήσεις δολοφονούν
Είναι γραμμένο κανείς να βασανίζεται
χωρίς αυτό αδύνατο να αρθρώσει

Β΄, 3.
Μακρύ το ταξίδι
αλλιώτικα θα ’χα φύγει θα είχα
και αμφίσημη η στιγμή
όταν με καταχνιάζει ο ύπνος
Μισοαμφίβιος μισοχερσαίος
γρανίτης και λάσπη
και εγώ δεν ξέρω τι είμαι πια
Άτρωτος και ανήμπορος
προσκυνώ το πεπρωμένο μου περάσοντας του θέρους
τις ημέρες μου έζησα ως μελλοθάνατος
Αντί να αλαλάζω χαμηλώνω τα μάτια
Τυλίγω ξετυλίγω το κουβάρι
Φταίω δεν φταίω για τα χρόνια μου
Κουνώντας μαντίλια
επαλήθευσα την αδυναμία της αγάπης
Αλλά πάλι μικρός ο άνθρωπος
και θαρρεί τις πίκρες του μεγάλες

[Ο Αντιχνούμενος, 1994, αποσπάσματα Β΄, 2. & 3.]