Με αφορμή την μεθαυριανή Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης αναρωτιέμαι αν μπορούν οι ποιητές, σε εποχή κρίσης, να απευθυνθούν στην κοινωνία μέσα στην οποία ζουν. Αν ναι, τότε ο κόσμος θα τους ακούσει. Γιατί σε καιρούς κρίσης η ποίηση πρέπει να έχει την αποδοχή του λαού, αντί να περιχαρακώνεται σε μια μικρή παρέα ποιητών, κριτικών και αναγνωστών υψηλού αισθητισμού που γράφουν ή διαβάζουν ποίηση κοιτάζοντας τον καθρέφτη. Ο ποιητής σε ώρες πάνδημης κρίσης δεν γράφει για να κερδίσει την εύνοια του πλήθους ούτε για να αποκτήσει φήμη —εκτός αν είναι υπερόπτης, υπερφίαλος και μωροφιλόδοξος— γράφει για να βοηθήσει τον αναγνώστη να μην εξοικειωθεί με το φόβο, γράφει για να δείξει στον αναγνώστη πώς να αποκτήσει συνείδηση να δει πέρα από τα τρέχοντα. Ο Λόρενς Φερλινγκέτι, που θεωρείται ο πιο σημαντικός ποιητής της Ανατολικής Ακτής της Αμερικής, έλεγε πως πρέπει να αυξήσουμε τα ποσοστά της συνείδησης. Ο μόνος τρόπος να αλλάξουν οι ποιητές τον κόσμο, έλεγε, είναι να ανεβάσουν ψηλότερα τη συνείδηση του γενικού πληθυσμού. Κατά δε τον Χιλιανό Νικανόρ Πάρα η ποίηση μάς κάνει να διαβάζουμε σαν ποίηση πράγματα που πριν δεν διαβάζονταν ως ποίηση. Μεγάλοι και σπουδαίοι ποιητές και καλλιτέχνες είναι πάνω απ’ όλα άνθρωποι που μεταπλάθουν την προσωπική τους αγωνία σε συλλογική συνθήκη, ακούγοντας το σφυγμό του κόσμου, χωρίς να παίρνουν αποστάσεις από την κοινωνία. Η Έμιλυ Ντίκινσον, ο Γουόλντ Γουίτμαν, ο Σέζαρ Βαγιέχο, ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πάμπλο Νερούδα, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Μαχμούντ Ντάργουις, o Βίνσεντ Βαν Γκογκ, ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ο Μαρκ Ρόθκο, ο Τζάκσον Πόλοκ και πολλοί άλλοι δεν έγραφαν ούτε ζωγράφιζαν να για έχουν απήχηση στο πλατύ κοινό ούτε στόχευαν στην επιδοκιμασία του. Αποστολή τους ένιωθαν τη δημιουργία και απλώς δημιουργούσαν, δίνοντας λόγο, μορφή και σχήμα στο χάος. Γιατί μέσω του παραγόμενου έργου τους το τραγικό αποκτούσε υπόσταση και γινόταν κοινό κτήμα. Και εν τέλει δικαιώθηκαν από την Ιστορία.
Τι πιο πρακτικό από την ποίηση, αφού έχει τον τρόπο να φωτίζει τα συναισθήματά μας, τις αδυναμίες, τους φόβους, τις προσδοκίες, τα όνειρά μας; Ο Λακάν, θέλοντας να τονίσει την προφητεία ως συστατικό στοιχείο της ποίησης, σε ένα από τα Σεμινάριά του γράφει πως «Οι ποιητές, όπως είναι γνωστό, μπορεί να μην ξέρουν τι λένε, ωστόσο κατορθώνουν να λένε πράγματα νωρίτερα από οποιονδήποτε άλλον». Με άλλα λόγια, αν θέλετε να είστε μπροστά από τις ειδήσεις διαβάζετε ποίηση.
Σε καιρούς κρίσης περιμένουμε από την ποίηση να δώσει χρώμα στη ζωή μας, να ενδυναμώσει τη συνείδησή μας, να κατακτήσει τη συμπόνια, να βγάλει προς τα έξω τον καλό μας εαυτό που θα διεκδικήσει την αρετή. Γιατί το να γράφεις ποίηση είναι μια πράξη λυτρωτική αλλά συγχρόνως και ένα αντιφέγγισμα που αντικαθιστά τη θλίψη με ελπίδα, τη θολούρα με καθαρότητα, το σκοτάδι με φως, τη μελαγχολία με εξωστρέφεια, την ψυχική εξασθένιση με θάρρος και δύναμη. Άλλωστε το έχει διατυπώσει ξεκάθαρα ο Φρόυντ λέγοντας ότι «Εκεί που δεν μπορεί να φτάσει ο ψυχίατρος φτάνει ο ποιητής».
Ο ποιητής γνωρίζει πως η κοινωνία μέσα στην οποία ζει σπαράσσεται από αδικία, ανισότητα, ιδιοτέλεια, βαρβαρότητα, απανθρωπιά, αντιφάσεις. Ο μέσος πολίτης οργίζεται και θυμώνει με όσα τρέχουν γύρω του και καταφεύγει στην ποίηση και γενικότερα στην τέχνη για να βρει νόημα στη ζωή του. Ο μέγιστος Αντρέι Ταρκόφσκι το έχει διατυπώσει πολύ απλά: «Ο καλλιτέχνης υπάρχει επειδή ο κόσμος δεν είναι τέλειος. Κανείς δεν θα είχε την ανάγκη της τέχνης, αν στον κόσμο βασίλευαν η ομορφιά και η αρμονία. Ο άνθρωπος δεν θα έψαχνε την αρμονία σε άλλες δραστηριότητες. Θα ζούσε μέσα της. Η τέχνη γεννιέται από τις κακοτεχνίες του κόσμου», ενώ ο Μποντλέρ μας υπενθυμίζει πως «μεταξύ των ανθρώπων μεγαλείο έχουν μόνο ο ποιητής, ο ιερέας και ο στρατιώτης: ο άνθρωπος που υμνεί, ο άνθρωπος που θυσιάζει και ο άνθρωπος που θυσιάζεται».
Η ποίηση σε καιρούς κρίσης δημιουργείται μέσα από την κακοφωνία της κοινωνίας. Δεν πρέπει να είναι το καθρέφτισμα μιας ακόμη ατομικής εμπειρίας, αλλά μια πλατφόρμα που εκφράζει τα αισθήματα και τις ιδέες του συλλογικού μας εγώ. Γίνεται κοινωνικό εργαλείο και όχι κάτι φυλαγμένο για τις ελίτ της διανόησης και του πολιτισμού. Προϋποθέτει αλήθεια και ειλικρίνεια. Σε τελευταία ανάλυση η ποίηση, σε καιρούς αχαρτογράφητης κρίσης όπως είναι αυτή που ζούμε, είναι μια πράξη άμυνας στις αιτίες που μας έφεραν στην κρίση. Είναι κοντά στην ηθική αρετή, σε κάτι υψηλό που μιμείται το ωραίο και την ομορφιά της ζωής, στην οποία πάει να δώσει νόημα και σημασία. Ο αναγνώστης στρέφεται στην ποίηση όχι για να ξεχαστεί και να παραμυθιαστεί όπως στο σινεμά ή στο θέατρο, αλλά για να ανυψωθεί έπειτα από μια σειρά στοχασμών, αναστοχασμών και προβληματισμών. Να βρεθεί πέρα και πάνω από τα γεγονότα και τη σκληρή πραγματικότητα. Φυσικά η ποίηση δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Η δυναμική της ποίησης είναι στον τρόπο που προσεγγίζει την πραγματικότητα.
Αν η ζωή μας έχει τάση προς πνευματική ανάταση, η ποίηση είναι ένας τρόπος πραγμάτωσης αυτής της ανάτασης. Ο άνθρωπος δεν είναι ρομπότ για να τον διαχειριστεί κατά το δοκούν η εξουσία, η όποια εξουσία. Γι’ αυτό και ο ποιητής στέκεται απέναντι στην εξουσία ότι καιρό κι αν κάνει, απ’ όπου κι αν φυσάει ο άνεμος της δημιουργίας (του) και μας το υπενθυμίζει σήμερα: σε εποχή βαθιάς κρίσης, οικουμενικής, υγειονομικής, οικονομικής, πολιτιστικής, ο μικρόκοσμος του ποιητή αναπαριστά (και προτείνει) την ιδανική κοινωνία.
[18 Μαρτίου 2021, στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ]