Ξεκαρφώνω πόρτες και παράθυρα,
σπρώχνω τους τοίχους παραπέρα ν’ ανασάνει ο χώρος,
σκάβω κάτω από την πολυθρόνα που συνήθιζες να κάθεσαι.
Θέλω το φως να σε φτάσει,
να φτάσει τη φαγωμένη σάρκα σου,
τα μαυρισμένα νύχια σου,
τις άσπρες ρίζες των βαμμένων μαλλιών σου.
Θέλω εκείνη την ελιά να δω αν ακόμη υπάρχει στο αριστερό σου μπράτσο,
στο μπράτσο που μάζευες κουρέλι για να στριμωχτείς στην αγκαλιά του,
-θα μπορούσες και να το κόψεις για να βρεθείς ακόμη πιο κοντά-,
είχες πει ‘να γινόμουν ένα τόσο δα πραγματάκι για να χωρώ κάτω από το μπράτσο του’, το δικό του μπράτσο.
Τέτοιος αγώνας αβάσταχτος για να υπάρχεις,
και τώρα πιάνω το δικό μου μπράτσο,
τη δική μου ελιά,
τις άσπρες ρίζες των δικών μου μαλλιών,
τη δική μου ρυτιδιασμένη σάρκα,
και μπερδεύομαι.
Μπερδεύομαι και συνεχίζω να σκάβω,
να σε φτάσω,
να με φτάσω,
δεν ξέρω όμως αν θα σε φτάσω όσο κι αν σκάβω,
αν θα με φτάσω,
αν θα βρεθούμε τελικά,
αν θα το καταφέρω.
Σκάβω,
να κατέβει ως το λιωμένο σώμα σου το φως από το παράθυρο που τώρα χάσκει, το φως που κάποτε έμπαινε από τις τραβηγμένες κουρτίνες,
σκούρες βυσσινιές σαν ματωμένα χείλη,
απομεινάρι καιρών αστικής μετριότητας,
με τα κρυστάλλινα ποτήρια που γύρισαν από ανέχεια σε γυάλινα,
με τα σερβίτσια που λιγόστευαν καθώς γλιστρούσαν με το πλύσιμο στον νεροχύτη,
με τα δάχτυλα πρησμένα από τα πλυσίματα.
Μπερδεύω πια τα μπράτσα,
μπερδεύω τα δάχτυλα, τα δακτυλίδια, τα νύχια, τα μάτια, τα σαπούνια,
την ευγενική τριχοφυΐα,
τα τσιμπιδάκια για τα μαλλιά,
τις βέρες της οικογένειας που έχουν ξεμείνει,
της Ευανθίας, του Φίλιππου, του Γεράσιμου, του Μάρκου και της Σοφίας,
τ’ αστροπελέκια και τα γυρίσματα του καιρού.
Μπερδεύω αυτά που δεν θυμάμαι αν τα είπα ή τα είπες ή κάποιος άλλος τα είπε και τα έβαλα στο στόμα σου και αναίτια εξακολουθώ να θυμώνω μαζί σου,
τη φάλτσα φωνή σου σε νοσταλγικούς στίχους,
μπερδεύω ανερυθρίαστα τις θάλασσες και τους ωκεανούς με τα δάκρυα της προσφυγιάς σου.
Το σπίτι ταξιδεύει ξεθεμελιωμένο προς ανατολάς μέσα στη θάλασσα, -πού βρέθηκε, αλήθεια, η θάλασσα;-
πίσω στον χρόνο οι φωτιές και οι θάνατοι,
και τώρα πάλι παντού φωτιές και θάνατοι,
ο ουρανός, παρόλα αυτά, γαλάζιος για να μας ξεγελάει.
Μουρμουράνε οι πνιγμένοι κάτω από το κύμα και σε θυμίζουν,
σώματα αναστραμμένα στο νερό σαν στεφάνια in memoriam,
εγώ που νόμιζα πώς όλα τέλειωσαν στο αρχιπέλαγος και στις ορεινές ραχοκοκαλιές, μετά από τόσους Αχαιούς και Τρώες και Μεσολογγίτες και Χιώτες και Σμυρνιούς και θρυμματισμένες πόλεις,
εσύ που νόμιζες πως όλα τέλειωσαν εκεί, στον Δούναβη και στον Εύξεινο Πόντο, καθώς πέταξες στο μαύρο νερό τη χρυσή κουκουβάγια σου, και ξόρκιζες με τα δάχτυλα ποτέ πια,
και ξόρκιζα με τα δάχτυλα ποτέ πια, και ποτέ, ποτέ πια.
Μάνα, φύτρωσες μέσα μου όπως φύτρωσα κάποτε μέσα σου,
φλέγομαι μάνα ως μάνα κάτω από τα φουστάνια μου, γιατί για το ‘ποτέ πια’ ου τόπος,
άρπαξαν φωτιά τα σκέλια μου και ο κόλπος μου και η μήτρα μου και τα έντερά μου,
και λιώνω και δεν αντέχω τη μυρωδιά της λιωμένης σάρκας,
και τόσα κορμιά γύρω αποσυντεθημένα,
και τόσα παιδιά άλαλα και ακρωτηριασμένα*,
και το σπίτι ταξιδεύει μ’ εσένα μάνα,
μ’ εμένα μάνα εσένα,
και τελειωμό δεν έχει,
τελειωμό δεν έχει…
*(ο Ιερώνυμος Μπος, όχι, δεν νοσούσε ψυχικά, το μέλλον της ανθρωπότητας εντός της επί της Γης κολάσεως έβλεπε ως καλλιτέχνης πεφωτισμένος, τη θρησκεία έβλεπε επί της Γης ενσαρκωμένη)
[«Παιχνίδι με τον Σπάγκο», εκδ.Κουκούτσι]