Στεριές και θάλασσες, κλέφτες κι αρχικουρσάροι,
να πούμε commandantes κι αμιράληδες. Να πούμε ιερά και όσια κεκοιμημένων πληρωμάτων. Αλλονών εκόψανε τις κάρες, αλλονών τα δάκτυλα, τ΄ άρβυλα τους έσκισαν για να χωρέσουνε στη γης ξυπόλητοι,
να πνίγεται η αγρύπνια τους.
Κι εμείς; Εμάς μας πρέπει να πατούμε σιγανά,
με σέβας να μεταλαβαίνουμε το χώμα. Αλλά η θυσία στέκεται ακέραια και μας τρομάσσει, μη σηκωθούν
οι σιωπές και δέσουν λόγο. Έτσι ορίζουμε τη δόξα σήμερα: υπολογισμό.
Και μήπως συμφέρει μας να σηκωθούν
οι ορκισμένοι; Όπου τα σβησμένα βλέμματα,
αυτή η αυστηρότητα τής σαφήνειας, – νεφέλες
καθώς γράφουνε ανέμους-, τους τοίχους θε
ν΄ αφήσουνε, Γεώργιοι θα ροβολούνε
απ΄ την άβυσσο φτύνοντας,
βλαστημώντας.
Μιλώ για τόπους και στοιχειά. Ιάσιο, Μανιάκι, Φάληρο, Μισολόγγι∙ Αιγαίου κύματα στον ουρανό καβάλα. Τό ΄να νερό να νίβει τ΄ άλλο, τό ΄να πένθος
να στεριώνει τ΄ άλλο, καθώς σταυρωθέντες τε
υπέρ ημών, επί δικαίου και διχασμού,
και παθόντες και ταφέντες.
Τον φόβο τους νά ‘χουμε.
