Απαρηγόρητος ο περίπατος
στις ραϊσμένες των λέξεων
κάμαρες,
όταν νύχτες επαναστάσεων
μα το πρωί ήταν πάλι νύχτα.
Μία
χάρτινη του πεπρωμένου ξερολιθιά
αυτή η αφήγηση,
κοπέλα μεσόκοπη
στους λυγμούς ηγεμόνος χρόνου.
Το τέλος κερδώον
σε δύσκολη σχολή αγκομαχά
όπως η βροχή στη
σαπισμένη
στέγη.
Σακάκι
έρημο στην οίηση
μίας στραβής πρόκας
που
σκουριασμένη
άφηνε στον
τοίχο
σκιά αυτόχειρα.