Ἔρχονται οἱ γυναῖκες ποὺ ἀγάπησα
καὶ μὲ ὑποδέχονται
στὶς πύλες τοῦ οὐρανοῦ
μέσα στὰ κάστρα τὶς πολεμίστρες
τοὺς φεγγίτες
καὶ τοὺς ἀνοικτοὺς θόλους
ἔρχονται μὲ τὰ λευκά τους φορέματα
καὶ μὲ καλωσορίζουν
στὰ ἄλλα τοπία εἶμαι, λέω,
τί κρῆνες καὶ τὶ πηγὲς τί δάση
ἀνθισμένοι θάμνοι καὶ πουλιὰ
μὲ παίρνουν ὅλες ἁπαλὰ ἀπὸ τὸ χέρι
ὁ ἀέρας ἀνεμίζει τὰ πέπλα
ποὺ τὶς σκεπάζουν
κι ἐκεῖνα τὰ φορέματά τους
τὰ ἀργυρὰ καὶ διάφανα
ἔχουν ὅλες ἕνα πρόσωπο ἀχνὸ
μὲ ὑποδέχονται
γελώντας
ὁ τόπος μὲ τοὺς κάμπους καὶ τοὺς ἐλαιῶνες εἶναι
κι ἡ μεθυσμένη πολιτεία ποὺ μεγάλωσα
μὲ τὰ περιβόλια της
μὲ τὰ σπίτια της τὰ κρυμμένα
νὰ φεγγοβολοῦν
ψελλίζω ὀνόματα παράξενα
Μυρσίνη καὶ Δάφνη καὶ Λευκοπηγή
ὀνόματα σὰν τὸ μετάξι
ὅπως τὴ μάνα μου
ποὺ κεντοῦσε κάποτε στὸ παράθυρο
κι ἐκεῖνο τὸ πέπλο τῆς Κυρίας Θεοτόκου
καὶ τὸ χαμόγελό της
ἐξαίφνης
ἡ Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν
εἰσέρχεται μὲς στὰ μεταξωτὰ τῆς μέρας
καὶ τὰ λευκὰ
μέσα στὴ νεφέλη ποὺ ἀπαστράπτει
καὶ μὲ ὑποδέχεται
μέσα στὰ περιβόλια τῆς μετάξης
καὶ τοὺς ἀνθούς
ἀνασαίνω
μυροβλύζει ὁ τόπος
ἔτσι καθὼς εἰσέρχεται ἀπρόσμενα
ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος
ἡ Μήτηρ τοῦ Θεοῦ
ἡ Πανωραία
ἡ Χώρα τοῦ Ἀχωρήτου
ἡ Πολυτίμητος.