Ο Φλέσσας – του Ευάγγελου Βαλσαμίδη

Άνοιξη κι ενώ βοούσαν τα καντούνια της Βοστίτσας
ο Φλέσσας ξεστόμιζε απειλές ανεμοστρόβιλες
για την αξημέρωτη μέρα που τα πέταλά της θορυβούσαν
απ’ όλα τα έμπα του άνεμου. Ένα κοράκι φρενιασμένο
έκρωξε: τι λέει ο εξωλέστατος; Να πάει να βρεί
τις γκιόσες του. Οι κεφαλές δεν θα γινούνε πόδια.
Αντήχησαν μαύρα νέφη μεσ’ στην άνοιξη:
Κερατάδες, μουνούχια γίνατε από μόνοι σας.
Μπαρούτι και φωτιά θα δείτε .
Μπροστά και πίσω ο χρόνος ίδιο μήνυμα.
Βοστίτσα και Καλάβρυτα ο αέρας κακοφόρμιζε.
Δύο φορές χτυπάει ο Γερμανός: Καλάβρυτα -Βοστίτσα.
Ένας φονιάς ψυχών, άλλος ονείρων.
«Κουμπούρες βλέπω Φλέσσα κι όχι κομποσκοίνι.»
Έτσι αντιλόγισε κόβοντας τον ήλιο φέτες
και πετώντας στα σκυλιά, μαύρο κοράκι.
«Δίνεις ψυχή, παίρνεις ψυχή. Αυτό στην κούτρα σου να βάλεις.
Όπως μας φαρμακώνει η αφεντιά σου, ούτε ο Αλή Φαρμάκης να ’σουνα.
Εγώ δε ρίχνω τ’ άρματα. Βάρκιζα δε με βλέπει.»
αντιγύρισε ο Δικαίος, ενώ ματώσανε τα χείλια του
απ’ της ψυχής το δάγκωμα.
Ρίχνει στους κεφαλάδες μαύρη πέτρα:
«Μωρές, αν δεν γίνετε μόνοι σας, εγώ ενόχους θα σας κάνω.»
Αστράφτει πάνω στου μαΐστρου τ’ άλογο και πάει στη Μάνη.
Σέρνει παντού το φλάμπουρο και πυρπολεί τον ήλιο.
Εικοσιτρείς του Γδάρτη, Καλαμάτα, Ανδρούσα, Αρκαδιά,
οι κεφαλάδες λούφαξαν: Κάλλιο από Γρεκό οι κεφαλές,
παρά από τούρκο.