Σειρὰ χελιδονοφωλιὲς νὰ περιμένουν
καθὼς ὁ ἥλιος βασιλεύει πάνω μου
τὸ ἀπλανές του τίποτα
εἰκονίζοντας ὡς δι’ ἐσόπτρου τὸ τέλος
ξαπλώνω πάλι στὸν θάλαμο τῶν ἀσθενῶν
ἐν μέσῳ δύο πονεμένων ἀδελφῶν.
Ὅλη τὴ νύχτα φώναζε τὴν Παναγιὰ ὁ ἕνας
γογγύζοντας τὸ πονεμένο του μέσα
ἐνῶ θυμόταν κάποτε
μικρὸ παιδὶ στὰ γόνατα τοῦ Ἄρη
ὅταν μὲ τ’ ἄλογο τὸν ἔβλεπε νὰ μπαίνει στὸ χωριὸ
νὰ χαϊδεύει τ’ ἀντάρτικα γένια του.
Κατέβηκε μετὰ στὸ μεγάλο λιμάνι
καὶ λογαριάζει τώρα ὅτι καλὰ περπάτησε
κι ἂς ἦταν λάθος ὁ δρόμος
διαβάζοντας τὰ γράμματα τοῦ τέλους.
Κι ὁ ἄλλος ποὔρχεται μὲ τὸ κομμένο του πόδι
ἀπ’ τὸ πλημμυρισμένο Πέραμα
στὸ φορτηγάκι τῆς Λαϊκῆς
μὴν κατεβαίνεις κάτω, κάτω πνίγονται
φώναζε σ’ὅποιον ἔβλεπε.
Κι ἀνηφορίζει γιὰ μέρη πιὸ στεγνὰ
φορτωμένος μὲ πανηγύρια
καὶ τσαμπουκάδες γιὰ τὸ τίποτα
ἀφήνοντας μὲ τὸ ἀφηρημένο του μέλος
ἀπόβλητα ἐσώψυχα στὸ τέλος.
Τοὺς ἄφησα στὸν πόνο τους καὶ φεύγω.
Κι ἀφοῦ δὲν βάδισα ποτὲ
μὲ τὸ κομμένο πόδι τοῦ ἑνὸς
στὸν λάθος δρόμο τοῦ ἄλλου
δὲν εἶδε πρόσωπο Θεοῦ
κανεὶς στὸ πρόσωπό μου.
Κι ἔμενε πίσω μου ξανὰ
ὁ κόσμος γιὰ τὸ τίποτα νὰ χάνεται
Καθὼς ὁ ἥλιος ξημερώνει πάνω μου
μὲ τὸ ἀπλανές του τίποτα
σειρὰ χελιδονοφωλιὲς ποὺ περιμένουν.