Τρία ποιήματα – της Μαριάννας Παπουτσοπούλου

…ΕΦ’ ΟΣΟΝ

Αν σου κυλάει το αίμα δυνατό
στην αρτηρία την πρώτη-πρώτη της ζωής
αν λες, “δε γαμιέται, εγώ θα συνεχίσω”
Ανίσως σου απομένουν λίγες

Στιγμές, που θες πολύ,
αβάσταχτες να σπαρταρήσουν
σαν το καμακωμένο το θεριό,
που ακόμα μέσα του κραυγάζει το ένστικτό του
κι επιμένει, κει πάνω στη διχαλωτή αιχμή,
όλο πνιγμένο στον αφρό της αγωνίας:
-Θα φύγω στην πλατειά μου θάλασσα,
θα φύγω στο μεγάλο μου βυθό!
Αν δεν απόμεινες τσουβάλι αδειανό
ασκός σβησμένου ηφαιστείου
αρχαίο εύρημα που
αύριο ίσως να το μελετά
ο Γερμανός τουρίστας διαπορών,
Αν … Και εφ’ όσον.

ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΣΑΝ ΠΑΤΡΙΔΑ

Στεκόσουν και περίμενες, αιώνες, χρόνια, μήνες.
Αγάπη, και δε φάνηκε, μια λευτεριά, αυταπάτες…
Για το φαντό της λησμονιάς
κλωστές τ’ απανωπροίκι
τις μνήμες σου λες έκρυβαν
κι όλο τις ανασταίναν.
Και πάνω στο μεράκι σου, αυγάταινε κι ο πόνος
που σε ξεχάσαν οι καιροί, και ξέμεινες στα στέρφα.
Χωράφια ανόργωτα κι ερμιές, σκέψη και μεγαλείο
όλα στο χώμα στη σκιά, αζήτητα απομείναν.
Μόνο για κέρδη σού ‘γνεφαν, και σε παραμιλούσαν
και στ’ ακρογιάλι του θεού μαύρο πανί σου τάξαν
να πάρεις να το σκεπαστείς, τον οίνοπα τον πόντο
μια θάλασσα πολύφερνη, μια χώρα σαν πατρίδα.

XΑΡΤΑΕΤΟΙ

Από το χέρι
που μετράει
την ένταση του ανέμου
ως το όνειρο
-μια χάρτινη παράσταση
με εξωτική ουρά-
θα λαχταρά η ψυχή σου.
Φιδώνουν χρώματα τη μέρα
τα ζύγια σου σφυρίζουνε τρελά
κι η αναμονή τραβάει ψηλά,
να τιμωρήσει την απανεμιά.